- βουκέραος
- βου-κέραος, ον,A = βούκερως, Nonn. D.14.319.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουκέραος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεράοιο — βουκέραος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεράοις — βουκέραος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεράου — βουκέραος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεράους — βουκέραος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεράων — βουκέραος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεράῳ — βουκέραος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούκερως — βούκερως, ων ( ω) και βουκέραος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού 2. φρ. «βούκερως παρθένος» η Ιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + κέρως < γεν. κέρα (σ) ος της λ. κέρας] … Dictionary of Greek